Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2012

ΑΡΘΡΟ ΓΕΝΙΚΟΥ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΣΥΓΧΩΝΕΥΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΑΝΩΤΑΤΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ


Έμφαση στην Ποιότητα και την Αποτελεσματικότητα
της Ανώτατης Εκπαίδευσης

Η ανώτατη εκπαίδευση αποτελεί μια διαχρονική αξία και περιουσία, θα μπορούσα να πω, για την Ελλάδα και την ελληνική οικογένεια. Από τη δεκαετία του 1960, αλλά κυρίως μετά τη δεκαετία του 1990, ο αριθμός των ιδρυμάτων ανώτατης εκπαίδευσης και των φοιτητών αυξήθηκε ραγδαία, όπως και ο αριθμός των προγραμμάτων και των επιστημονικών πεδίων των σπουδών. Αυτό συνδέεται τόσο με τις εξελίξεις στην Ελλάδα, αλλά και με τις διεθνείς κι ευρωπαϊκές οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές.

Η Κοινωνία της Γνώσης, στην οποία ζούμε σήμερα, απαιτεί μια νέα λογική για την εκπαίδευση του ανθρώπινου δυναμικού και την αξιοποίηση της γνώσης, όχι μόνο ως παραγωγικού συντελεστή, αλλά ως συγκριτικού πλεονεκτήματος για μία χώρα και ως μοχλού για την ανάπτυξη. Τα πανεπιστήμια σήμερα, εκτός από τον παραδοσιακό τους ρόλο που είναι η διδασκαλία και η έρευνα, πρωταγωνιστούν στην καινοτομία και στη μεταφορά της γνώσης προς την οικονομία με αποτέλεσμα να δημιουργούνται νέες θέσεις εργασίας και να τροφοδοτείται η κοινωνική ευημερία σε όλους τους τομείς. Στην ίδια λογική, η «οικονομία της γνώσης» είναι αλληλένδετη με την εκπαίδευση, την επιστημονική γνώση, τη χρήση των νέων τεχνολογιών, την έρευνα και την καινοτομία ως πηγή οικονομικής προώθησης και ανταγωνιστικότητας. Όλα αυτά προϋποθέτουν και απαιτούν ποιοτικά εκπαιδευμένο ανθρώπινο δυναμικό σε όλες τις φάσεις της εργασιακής του πορείας, σε δομές δια βίου εκπαίδευσης.  Έχει υπολογιστεί ότι η αύξηση των μέσων μορφωτικών επιδόσεων του πληθυσμού κατά ένα έτος έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση του ποσοστού ανάπτυξης κατά 5% μεσοπρόθεσμα και κατά 2,5% επιπλέον μακροπρόθεσμα

Σύμφωνα με τα παραπάνω τα ΑΕΙ πρέπει να λειτουργούν όχι μόνο ως ποιοτικά κέντρα εκπαίδευσης αλλά και ως κέντρα
αριστείας και καινοτομίας. Για να γίνει αυτό, όμως, πρέπει να μελετήσουμε και να εφαρμόσουμε διαρθρωτικές αλλαγές στο εκπαιδευτικό μας σύστημα, με αξιοποίηση ανθρώπινων και υλικών πόρων.  Έτσι, το Υπουργείο Παιδείας με τη συνδρομή της Αρχής Διασφάλισης της Ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση μελετά το Σχέδιο “Αθηνά” για την ανασυγκρότηση και αναδιοργάνωση του Ακαδημαϊκού Χάρτη της χώρας. Σήμερα στην ανώτατη εκπαίδευση λειτουργούν 24 πανεπιστήμια και 16 ΤΕΙ. Σ’ αυτά συμπεριλαμβάνονται το Ανοικτό Πανεπιστήμιο και το Διεθνές Πανεπιστήμιο, με έδρα τη Θεσσαλονίκη. Τα ιδρύματα αυτά αποτελούνται από 499 τμήματα. Από αυτά, τα 286 ανήκουν στα πανεπιστήμια και τα 213 σε ΤΕΙ. Τα πανεπιστημιακά τμήματα εδρεύουν σε 36 και τα τμήματα των ΤΕΙ σε 40 πόλεις. Λιγοστά από αυτά  εδρεύουν και λειτουργούν στο ίδιο μέρος. Τα περισσότερα έχουν τη διοικητική τους έδρα σε μία πόλη αλλά εκτείνονται σε δύο ως έξι πόλεις.

Η κατακερμάτιση των ελληνικών ιδρυμάτων ακολούθησε τη λογική της περιφερειακής ανάπτυξης. Ακολούθησε, επίσης, τη λογική της κάλυψης της αυξημένης ζήτησης για ανώτατη εκπαίδευση περισσότερο από τις ελληνικές οικογένειες παρά από την αγορά εργασίας. Αυτή η λογική απέφερε κάποια οφέλη αφού πράγματι η ύπαρξη ενός ιδρύματος σε μία περιφέρεια ή πόλη έχει πολλαπλές θετικές επιπτώσεις για την τοπική οικονομία και ανάπτυξη, την απασχόληση και την πολιτιστική και κοινωνική ζωή. Ωστόσο, υπηρετώντας τη λογική αυτή θυσιάστηκαν άλλα πράγματα. Τα ιδρύματα αντιμετώπισαν πολλά λειτουργικά προβλήματα, προβλήματα συντονισμού, αδυναμία συγκρότησης ακαδημαϊκού περιβάλλοντος, σπατάλη πόρων για τη δημιουργία υποδομών σε κάθε πόλη, με αποτέλεσμα η ποιότητα των σπουδών που προσέφεραν, παρά την διόλου ευκαταφρόνητη δημόσια χρηματοδότηση, να μην ανταποκρίνεται στα προσδοκώμενα. Παράλληλα, παρατηρήθηκαν φαινόμενα αλληλοκαλυπτόμενων επιστημονικών αντικειμένων και μάλιστα σε ειδικότητες που έχουν ξεπεραστεί από τις σύγχρονες εξελίξεις και δεν έχουν πλέον καμία ζήτηση. Έτσι, συχνά, κάποια τμήματα είτε λειτουργούσαν με ελάχιστο αριθμό φοιτητών είτε αυτοί που εν τέλει κατόρθωναν να πάρουν πτυχίο ήταν έλαχιστοι. Επομένως, η διαδικασία διαμόρφωσης του νέου Χάρτη της Ανώτατης Εκπαίδευσης, με στόχο την ποιοτική αναβάθμιση των σπουδών, αποτελεί προτεραιότητα σήμερα. Αυτή, άλλωστε, δεν είναι μια ελληνική πρακτική και πρωτοτυπία. Η Δανία, η Γαλλία, το Ην. Βασίλειο και άλλες ευρωπαϊκές χώρες έχουν προχωρήσει πολύ νωρίτερα σε ανάλογες συγχωνεύεις των ανώτατων ιδρυμάτων.

Οι συγχωνεύσεις, όμως, δεν είναι αρκετές χωρίς τη διασφάλιση ενός συστήματος αποτελεσματικής διοίκησης των ιδρυμάτων, ώστε να καταστούν πραγματικά αυτοδιοίκητα και αυτοδύναμα. Ο νόμος 4009/2011 κατά την εφαρμογή του παρουσίασε πολλές δυσλειτουργίες με αποτέλεσμα, σε πολλά σημεία, στην πράξη να είναι ανεφάρμοστος. Έτσι, η μεταρρύθμισή του Ν. 4076/2012 σε κάποια σημεία ήταν απολύτως αναγκαία και καθήκον της Πολιτείας. Άλλωστε, οι διορθώσεις αυτές αποτέλεσαν αίτημα και των πανεπιστημιακών.

Οι βασικές αλλαγές αφορούν την αποτεσματικότερη και δημοκρατικότερη διαχείρηση των ιδρυμάτων με απόδοση «τα του Καίσαρος τω Καίσαρι», αποκαθιστά δηλαδή τη λειτουργική ισορροπία μεταξύ των οργάνων. Αυτό σημαίνει ότι τα ακαδημαϊκά θέματα παραμένουν βασική αρμοδιότητα της Συγκλήτου και των Τμημάτων και τα οικονομικά και διαχειριστικά περνούν στα Συμβούλια Διοίκησης. Επίσης, οι κοσμήτορες των πανεπιστημίων θα εκλέγονται από τα μέλη του Διδακτικού Ερευνητικού Προσωπικού μέσα από λίστα τριών υποψηφίων που θα συντάσσουν τα Συμβούλια Διοίκησης και δεν θα ορίζονται, όπως προέβλεπε από τον Ν. 4009/2011 από τα Συμβούλια Διοίκησης.

Σε μια τόσο κρίσιμη στιγμή για την Ελλάδα, πρέπει με υπευθυνότητα να προσπαθήσουμε για τη βέλτιστη αξιοποίηση των δημόσιων πόρων, την ποιοτική αναβάθμιση της ανώτατης εκπαίδευσης και την καλύτερη σύνδεσή με τους παραγωγικούς τομείς της οικονομίας.  Έτσι, τα ΑΕΙ να πάψουν να αποτελούν κέντρα παραγωγής ανέργων, αλλά να λειτουργήσουν ως κινητήριοι μοχλοί για την ανάπτυξη της χώρας.

Θανάσης Κυριαζής
Γ.Γ. Υπουργείου Παιδείας


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου