ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ.. 50 χρόνια συγκρούσεις
8.1.1961.. ΠΟΡΕΙΑ ΥΠΟΜΗΧΑΝΙΚΩΝ: “Δραματικά επεισόδια εσημειώθησαν κατά τήν χθεσινήν τελευταίαν ημέραν της 20ημέρου πορείας των Υπομηχανικών από τήν Θεσσαλονίκην εις τάς Αθήνας… κατέθεσαν στέφανον καί ετηρήθη ενός λεπτού σιγή, αφού οι σπουδασταί εψαλλον γονυπετείς τόν Εθνικόν Ύμνον. ”
6.12.1994 Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος: «Η προώθηση νομοσχεδίου για τη μετατροπή των ΤΕΙ σε Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα οδηγεί σε υποβάθμιση των Μηχανικών.
Ο μόνος τρόπος να απαντήσουμε είναι το μπλοκάρισμα των δημοπρασιών για τα μεγάλα έργα…».
7.12.1998 Υπό κατάληψη και ο Παρθενώνας από τους σπουδαστές των ΤΕΙ
19.1.2010 Μνημόνιο συνάντησης μελών ΣΑΠΕ (Συμβούλιο Ανώτατης Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης): «Επιπλέον, θεωρείται επικίνδυνη για το Δημόσιο Συμφέρον η απόδοση επαγγελματικών δικαιωμάτων Μηχανικών ή Γεωτεχνικών στους Τεχνολόγους αποφοίτους ΤΕΙ, καθώς και η απόδοση του τίτλου των Μηχανικών…»
29.1.2010 Σύνοδος Προέδρων ΤΕΙ: «Επαναβεβαίωσε την ομόφωνη απόφαση της Συνόδου των Προέδρων – Αντιπροέδρων (Μεσολόγγι 3-4/12/2009) για αναστολή της λειτουργίας των Ιδρυμάτων από την έναρξη του εαρινού εξαμήνου αν μέχρι τότε δεν έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία έκδοσης των εκκρεμούντων (για 26 χρόνια!) επαγγελματικών δικαιωμάτων των πτυχιούχων Τ.Ε.Ι., με την επισήμανση ότι είναι αδιανόητο και ηθικά απαράδεκτο για την Πολιτεία να ψηφίσει επαγγελματικά δικαιώματα για τους αποφοίτους κολλεγίων και να μην εκδίδει τα ζητούμενα επαγγελματικά δικαιώματα….»
Σχολές Υπομηχανικών
Η Τεχνική και Επαγγελματική Εκπαίδευση στη Νεότερη Ελλάδα πρωτοεμφανίστηκε το 1836 με το Σχολείο Τεχνών, Μέσης Στάθμης, το οποίο υπήρξε πρόδρομος του Πολυτεχνείου Αθηνών. Η Σχολή αυτή το 1888 μετεξελίχθηκε και έγινε Ανωτέρα Τεχνική Σχολή και το 1914 έγινε Τεχνικό Πανεπιστήμιο. Με το νόμο Ν. 388/1914 ιδρύθηκε το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο (ΕΜΠ), ισότιμο με το Πανεπιστήμιο.
Με το νόμο Ν.980/1917 ιδρύθηκαν Σχολεία Μέσης Τεχνικής Εκπαίδευσης, προσαρτημένα στο ΕΜΠ. Οι Τεχνικές αυτές Σχολές υπήρξαν πρόδρομοι των Σχολών Υπομηχανικών (ΣΥΠ) (1959), προσαρτημένων στο ΕΜΠ, οι οποίες ήταν τετραετούς φοίτησης και αργότερα μετονομάστηκαν σε Ανώτερες Σχολές Υπομηχανικών (ΑΣΥΠ). Οι ΑΣΥΠ με το νόμο Ν. 576/77 καταργήθηκαν και το δυναμικό τους συγχωνεύθηκε στα ΚΑΤΕΕ.
ΚΑΤΕ –ΚΑΤΕΕ
Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, μετά από μελέτη που εκπόνησε το Τεχνικό Πανεπιστήμιο CALPOLY της Καλιφόρνιας (ΗΠΑ), οδηγηθήκαμε σε νέα Ιδρύματα, που έλαβαν την ονομασία Κέντρα Ανωτέρας Τεχνικής Εκπαίδευσης (ΚΑΤΕ). Τα ΚΑΤΕ ιδρύθηκαν το 1970 (με το ΝΔ 652/70), άρχισαν να παρέχουν εκπαίδευση το 1974 και το 1977 καταργήθηκαν με την εμφάνιση νέων ιδρυμάτων των ΚΑΤΕΕ.
Η δαπάνη για τη σύνταξη της μελέτης των προγραμμάτων σπουδών και για την οργάνωση και λειτουργία των ΚΑΤΕ καλύφθηκε με χρήματα από δάνειο, που σύναψε το Ελληνικό Κράτος με τη Διεθνή Τράπεζα. Τα νέα αυτά ιδρύματα, τα ΚΑΤΕ, όπως εμφανίσθηκαν στην αρχή της λειτουργίας τους, δεν είχαν καμία σχέση με τις Σχολές Υπομηχανικών.
Αναφορικά με τον Τεχνικό Κλάδο, οι απόφοιτοι των ΚΑΤΕ, ονομάζονταν Τεχνολόγοι Μηχανικοί. Τα ΚΑΤΕ δεν είχαν μόνο ειδικότητες Μηχανικών.
Κάλυπταν ευρύ επιστημονικό φάσμα σχολών. Τα ΚΑΤΕ και οι ΑΣΥΠ συνυπήρξαν για πολύ λίγο.
Αξίζει να σημειωθεί, ότι το CALPOLY αναγνώρισε αμέσως, τα πτυχία των αποφοίτων των ΚΑΤΕ, ως ισότιμα Πανεπιστημιακά Πτυχία πρώτης ακαδημαϊκής βαθμίδας (Bachelor degree, B.Sc.). Μάλιστα οι πρώτοι πτυχιούχοι του ΚΑΤΕ Αθηνών που μετέβησαν εκεί για μεταπτυχιακές σπουδές, έγιναν δεκτοί και συνέχισαν απρόσκοπτα για Master και PhD.
Τα ΚΑΤΕ υπήρξαν ανεξάρτητα ιδρύματα.
Οι Σχολές Υπομηχανικών ήταν προσαρτημένες Σχολές στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, υπό τον έλεγχο και την εποπτεία του οποίου λειτουργούσαν.
Για το λόγο αυτό, κάθε Σχολή Υπομηχανικών, ονομαζόταν Μικρό Πολυτεχνείο.
Χαρακτηριστικό είναι, ότι οι Ανώτερες Σχολές Υπομηχανικών είχαν τετραετή διάρκεια φοίτησης και οι απόφοιτοι τους λάμβαναν τον τίτλο του Υπομηχανικού.
Ο τίτλος του Υπομηχανικού ποτέ δεν υπήρξε αποδεκτός από τους κατόχους του.
Ο τίτλος αυτός συνδέθηκε με σκληρούς αγώνες. Η μεγαλύτερη πορεία, που έγινε ποτέ στην Ελλάδα ήταν η πολυήμερη πορεία των Υπομηχανικών, από τη Θεσσαλονίκη μέχρι την Αθήνα, πεζή από την αρχή μέχρι το τέλος της διαδρομής.
Τα ΚΑΤΕ σε σύγκριση με τις ΑΣΥΠ είχαν μικρότερη διάρκεια σπουδών, όμως οι απόφοιτοι των τεχνικών κλάδων λάμβαναν τον τίτλο του Μηχανικού, για τον οποίο σκληρά είχαν αγωνισθεί οι Υπομηχανικοί, χωρίς ποτέ να μπορέσουν να τον αποκτήσουν.
Τα ΚΑΤΕ λειτούργησαν από την Άνοιξη του 1974 μέχρι την Άνοιξη του 1977, οπότε με το νόμο Ν.576/77 καταργήθηκαν και ιδρύθηκαν τα ΚΑΤΕΕ. Τα νέα ιδρύματα, σύμφωνα με το νόμο αυτό, απορρόφησαν τα ΚΑΤΕ και τις ΑΣΥΠ Αθήνας και Θεσσαλονίκης, τις τελευταίες που είχαν απομείνει. Τα ΚΑΤΕΕ λειτούργησαν έξι περίπου χρόνια από την Άνοιξη 1977 μέχρι το Φθινόπωρο 1983, δηλαδή μέχρι την ίδρυση των ΤΕΙ.
Ίδρυση των ΤΕΙ
Το 1982 είχαμε το Ν. 1268/82 για την Πανεπιστημιακή Εκπαίδευση και με το νόμο Ν. 1404/83 αναβαθμίστηκε η Τεχνολογική Εκπαίδευση, με την ίδρυση των ΤΕΙ.
Τα ΤΕΙ δεν ανήκουν στην Ανωτέρα Εκπαίδευση. Είναι ανεξάρτητα Τεχνολογικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα και είναι ενταγμένα στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση μαζί με τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (ΑΕΙ).
Τα ΤΕΙ έχουν ελάχιστη διάρκεια φοίτησης τα 7 εξάμηνα, ενώ αρκετά τμήματα είχαν 8 εξάμηνα φοίτησης από την πρώτη στιγμή της ίδρυσής τους το 1984 (από το 2001 όλα τα Τμήματα των ΤΕΙ έχουν 8 εξάμηνα (τέσσερα έτη) φοίτησης). Η διάρκεια φοίτησης ήταν ένα μόνο από τα χαρακτηριστικά που διαφοροποιούσε τα ΤΕΙ από την Ανωτέρα Εκπαίδευση του άρθρου 16 του Συντάγματος όπου η μέγιστη διάρκεια φοίτησης της Ανωτέρας Εκπαίδευσης είναι τα τρία έτη.Ο Νόμος Πλαίσιο προέβλεπε τη λειτουργία 11 κεντρικών ΤΕΙ με μεγάλο αριθμό Σχολών, Τμημάτων και παραρτημάτων, έναντι 8 ΚΑΤΕΕ που λειτούργησαν μετά το 1977, 5 ΚΑΤΕ το 1974 και 2 ΑΣΥ το 1970.
Αναμφισβήτητα ο Ν.1403/83 αποτέλεσε ίσως τη μεγαλύτερη τομή που έγινε ποτέ στην Τεχνολογική Εκπαίδευση. Είχε όμως πολλά κενά, ενώ η ψήφισή του έγινε προϊόν πολιτικής εκμετάλλευσης από την τότε Κυβέρνηση η οποία άφησε τα Ιδρύματα σε ένα «ερμαφρόδιτο» θεσμικό πλαίσιο και τους πτυχιούχους χωρίς Επαγγελματικά Δικαιώματα, καλλιέργησε όμως υπέρμετρες φιλοδοξίες σε δεκάδες χιλιάδες οικογένειες οι οποίες πίστεψαν ότι τα παιδιά τους θα αποκτούσαν δίπλωμα ισότιμο με αυτό των πανεπιστημίων.
Επίσης τα ΤΕΙ λειτούργησαν ουσιαστικά ως εργαλείο περιφερειακής ανάπτυξης καθώς το σύνθημα που επικράτησε ήταν: «..κάθε πόλη και στάδιο, κάθε Νομός και ΤΕΙ», δυστυχώς τα κριτήρια για τη λήψη της απόφασης ίδρυσης νέων τμημάτων ή Ιδρυμάτων σε πολλές περιπτώσεις δεν είχαν καμία σχέση με τις ανάγκες της Παιδείας. Η προχειρότητα με την οποία αντιμετωπίζονταν τα Ιδρύματα φαίνεται και από το γεγονός ότι το ίδιο διάστημα που η Κυβέρνηση καλλιεργούσε προσδοκία στο εσωτερικό, το 1988 δήλωσε τα Ιδρύματα ως «Κέντρα Εκπαίδευσης Ανέργων» στην Ευρωπαϊκή Ένωση για να εισπράττει κοινοτικές επιχορηγήσεις.
Στις 20 Μαϊου 1992 στη Λισσαβώνα Στα πλαίσια της συνάντησης των συντονιστών για την εφαρμογή της Οδηγίας 89/48/ΕΟΚ, το ΥΠΕΠΘ (δια του εκπροσώπου του, του Ειδικού Γραμματέα κου Καλκάνη) δήλωσε ότι τα ΤΕΙ μαζί με τα Πανεπιστήμια ανήκουν ισότιμα στο χώρο της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης.
Με το νόμο Ν. 2397/95 άνοιξε ο δρόμος για μεταπτυχιακές σπουδές των αποφοίτων στα Ελληνικά ΑΕΙ. (Στα πανεπιστήμια των χωρών της ΕΕ προ πολλού υπάρχει αναγνώριση και γίνονται μεταπτυχιακές σπουδές των αποφοίτων ΤΕΙ).
Η δεκαετία του 1990 σημαδεύτηκε από έντονες κινητοποιήσεις, αντιπαραθέσεις αλλά και προσφυγές στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, καθώς ήδη στις χώρες της Ε.Ε. έχουμε τη σταδιακή μετεξέλιξη των Ιδρυμάτων που είναι αντίστοιχα με τα ΤΕΙ σε Πανεπιστήμια (POLYTECHNICS, FACH-HOCHSCHULEN κ.τ.λ.).
Στα τέλη της δεκαετίας, στα πλαίσια του Προγράμματος για την διεύρυνση της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης μέσα από τα ΕΠΕΑΕΚ, είχαμε δραματική αύξηση του αριθμού των Τμημάτων της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης.
Μόνο το 1998 είχαμε την ίδρυση 92 νέων Τμημάτων σε Πανεπιστήμια και ΤΕΙ, χωρίς να προηγηθούν μελέτες σκοπιμότητας ή να εξεταστεί πιθανή επικάλυψη μεταξύ του γνωστικού αντικειμένου των νέων τμημάτων με τα τμήματα που ήδη λειτουργούσαν.
Νόμοι «Ανωτατοποίησης των ΤΕΙ»
Το 2001 είχαμε ένα ακόμη σημαντικό βήμα στη μακρά πορεία της Τεχνολογικής Εκπαίδευσης. Με την ψήφιση του Νόμου 2916/2001, τα ΤΕΙ και η ΑΣΠΑΙΤΕ, εντάχθηκαν οριστικά στην Ανώτατη Βαθμίδα της Εκπαίδευσης μπήκε έτσι τέλος στην πολύχρονη αμφισβήτηση του θεσμικού χαρακτήρα των Ιδρυμάτων. Επίσης τα ακαδημαϊκά προσόντα των εκπαιδευτικών βαθμίδων των ΤΕΙ είναι αντίστοιχα με τα προσόντα των βαθμίδων ΔΕΠ.
Το 2002 (ΦΕΚ 771Β΄ 21-6-2002), δόθηκε η δυνατότητα σύμπραξης των τμημάτων των Τ.Ε.Ι. στη λειτουργία Προγραμμάτων Μεταπτυχιακών Σπουδών (Π.Μ.Σ) με Πανεπιστήμια του Εσωτερικού ή του Εξωτερικού.
Την Άνοιξη του 2004 εκδόθηκε σειρά από ΦΕΚ με τα οποία αναγνωρίστηκαν τα Προγράμματα Μεταπτυχιακών Σπουδών τα οποία οργανώνονται πλέον σχεδόν σε όλα τα ΤΕΙ.
Το 2007 με το Νόμο 3549 είχαμε την ολοκλήρωση του Νόμου 2916/2001. Ορίζεται ρητά ότι τα ΤΕΙ ανήκουν στα ΑΕΙ, κατά την έννοια του άρθρου 16 παράγραφος 5 του Συντάγματος. Ως ΑΕΙ πλέον νοούνται τα Πανεπιστήμια, τα Πολυτεχνεία η Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, τα Τεχνολογικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (Τ.Ε.Ι.) και η Ανώτατη Σχολή Παιδαγωγικής και Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (ΑΣΠΑΙΤΕ).
Στη συνέχεια με το Νόμο 3685/2008 δόθηκε στα ΤΕΙ η δυνατότητα να διοργανώνουν αυτόνομα Μεταπτυχιακά Προγράμματα Σπουδών.
Ήδη από το 2009 σε αρκετά ΤΕΙ ξεκίνησε η λειτουργία των πρώτων αυτοδύναμων ΜΠΣ.
Ύστερα από δεκαετίες τα ΤΕΙ έχουν πλέον κάνει όλα τα βήματα για τη θεσμική τους ολοκλήρωση. Το βήμα που μένει είναι το Ενιαίο Θεσμικό Πλαίσιο στην Ανώτατη Εκπαίδευση. Πρέπει όμως να γίνουν όμως πολλά ακόμα βήματα για την επίλυση των προβλημάτων με την επαγγελματική ταυτότητα των πτυχιούχων τους.
Επαγγελματική ταυτότητα πτυχιούχων ΤΕΙ
Με σκληρούς αγώνες και μεγάλες κινητοποιήσεις των σπουδαστών, οι απόφοιτοι των Σχολών Τεχνολογικών Εφαρμογών απέκτησαν τον τίτλο του Μηχανικού, ο οποίος διατηρείται μέχρι σήμερα με το Π.Δ.388/89 (π.χ. Μηχανολόγος Μηχανικός Τ.Ε. ή Ηλεκτρολόγος Μηχανικός Τ.Ε.).
Οι πτυχιούχοι των ΤΕΙ απέκτησαν μεν τον τίτλο του Μηχανικού όχι όμως και το δικαίωμα να ασκούν το Επάγγελμα.
Με βάση τη νομοθεσία του 1930, στην Ελλάδα το επάγγελμα του Μηχανικού είναι νομοθετικά κατοχυρωμένο και μπορεί να ασκείται μόνο από τα μέλη του ΤΕΕ. Το ΤΕΕ ιδρύθηκε το 1926.
Ως μέλη του ΤΕΕ εγγράφονται οι διπλωματούχοι του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου, των πολυτεχνικών σχολών της χώρας και των ισοτίμων σχολών του εξωτερικού μετά τη λήψη της άδειας άσκησης του επαγγέλματος. Το ΤΕΕ διενεργεί τις εξετάσεις και χορηγεί τις άδειες ασκήσεως επαγγέλματος του μηχανικού και τηρεί τα μητρώα των μηχανικών.
Το ΤΕΕ έχει επίσης την αρμοδιότητα για τη χορήγηση της άδειας ασκήσεως επαγγέλματος στην Ελλάδα στους μηχανικούς ισοτίμων ανωτάτων σχολών του εξωτερικού. Οι κάτοχοι διπλωμάτων του εξωτερικού όφειλαν να προσκομίσουν βεβαίωση, χορηγούμενη από το ΔΙΚΑΤΣΑ.
Όμως μετά την εφαρμογή της Οδηγίας 89/48 στο ελληνικό δίκαιο (ΠΔ165/2000, ΦΕΚ Α΄149 & ΠΔ373/2001, ΦΕΚ Α΄251), η αποκλειστική αρμοδιότητα αποφάνσεως επί των αιτήσεων αναγνωρίσεως των διπλωμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, απονεμήθηκε στο ad hoc συσταθέν κρατικό όργανο, το Συμβούλιο Αναγνωρίσεως Επαγγελματικής Ισοτιμίας Τίτλων Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης (ΣΑΕΙΤΤΕ). Το προεδρικό διάταγμα προβλέπει ότι, όταν μία διάταξη της εθνικής νομοθεσίας προβλέπει, για ορισμένο επάγγελμα, την τήρηση μητρώου των δικαιουμένων να το ασκούν, η απόφαση του ΣΑΕΙΤΤΕ υποχρεώνει την επαγγελματική οργάνωση (π.χ. Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος) ή τη διοικητική αρχή που ελέγχει το μητρώο να προβούν στην εγγραφή του αιτούντος στο μητρώο.
Με δεδομένο ότι με βάση τη Νομοθεσία του 1930 που διέπει τη χώρα μας, μόνο τα μέλη του ΤΕΕ έχουν πρόσβαση στο επάγγελμα του μηχανικού, το ΤΕΕ δεν μπορεί να αρνηθεί σε πτυχιούχους που εμπίπτουν στις διατάξεις της κ.ο.89/48, την εγγραφή τους στα μητρώα του και την αντίστοιχη πρόσβαση στο επάγγελμα του μηχανικού. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα σειρά αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας με βάση την οποία το Τεχνικό Επιμελητήριο υποχρεώθηκε να εγγράψει στα μητρώα του μεγάλο αριθμό πτυχιούχων Ιδρυμάτων τριετούς διάρκειας φοίτησης από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι μόνο μέσα στους πρώτους 19 μήνες λειτουργίας του το Συμβούλιο Αναγνώρισης Επαγγελματικών Ισοτιμιών έκρινε θετικά 38 αιτήσεις απονομής ισοτιμίας μηχανικού. Από αυτούς πενταετείς σπουδές είχαν μόνο οι 5, ενώ οι υπόλοιποι 33 είχαν σπουδές αρκετά μικρότερης διάρκειας (ακόμα και τριετείς).
Το Τεχνικό Επιμελητήριο είναι πλέον υποχρεωμένο να εγγράφει στα μητρώα του τους πτυχιούχους των Ιδρυμάτων της Ε.Ε. που παίρνουν ισοτιμία μηχανικού από το ΣΑΕΙΤΤΕ.
Τα μέλη του ΤΕΕ εντάσσονται σε εννέα βασικές ειδικότητες. Ειδικότητες που δεν συμπεριλαμβάνονται σε αυτές, εντάσσονται στη συγγενέστερη. Την ίδια στιγμή που ο πτυχιούχος Ιδρύματος τριετούς διάρκειας φοίτησης της Ε.Ε. με την ειδικότητα «Μηχανικός Έργων Υποδομής» εγγράφεται στα Μητρώα του ΤΕΕ στην ειδικότητα του Πολιτικού Μηχανικού με ότι αυτό συνεπάγεται για τα δικαιώματά του στην άσκηση του επαγγέλματος, ο απόφοιτος των τετραετούς διάρκειας φοίτησης των ανώτατων ΤΕΙ με ειδικότητα «Πολιτικών Δομικών Έργων» δεν μπορεί να ασκήσει ούτε στοιχειωδώς το επάγγελμά του.
Οι απόφοιτοι ΤΕΙ δεν γίνονται δεκτοί στα μητρώα του ΤΕΕ. Δεν μπορούν άλλωστε να κάνουν χρήση των διατάξεων της κ.ο. 89/48 καθώς η οδηγία αναφέρεται σε διπλώματα που αποκτήθηκαν σε άλλο κράτος μέλος της Ε.Ε. Ο πτυχιούχος ΤΕΙ με τετραετείς σπουδές ακόμα και αν αποκτήσει μεταπτυχιακό ή διδακτορικό τίτλο δεν μπορεί να εγγραφεί στο ΤΕΕ σε αντίθεση με το συνάδελφό του από ίδρυμα της Ε.Ε. ο οποίος έχει αυτό το δικαίωμα ακόμα και με τριετείς ή τετραετείς σπουδές.
Οι νόμοι που διέπουν το επάγγελμα του μηχανικού στη χώρα μας εκδόθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1930. (Ν.4663/30 (ΦΕΚ 149Α) «περί εξασκήσεως του επαγγέλματος πολιτικού μηχανικού, αρχιτέκτονος και τοπογράφου», Ν.6422/34(ΦΕΚ 412Α) «περί εξασκήσεως του επαγγέλματος του Μηχανολόγου, του Ηλεκτρολόγου, του Ηλεκτρολόγου- Μηχανολόγου, ως και του Ναυπηγού».
Σύμφωνα με τις διατάξεις των νόμων αυτών, οποιοσδήποτε διπλωματούχος μηχανικός μπορεί να ασκήσει το επάγγελμα του μηχανολόγου, του ηλεκτρολόγου και του ναυπηγού.
Σε αντίθεση με το διπλωματούχο μηχανικό του Πολυτεχνείου που έχει βάση νόμου δικαίωμα να κάνει τα πάντα, ο μηχανικός των ΤΕΙ δεν έχει δικαίωμα να κάνει τίποτα.
Επαγγελματικά Δικαιώματα
Το άρθρο 25 του Νόμου Πλαίσιο 1404/83 με τον οποίο ιδρύθηκαν τα ΤΕΙ, προέβλεπε ότι: «Στους πτυχιούχους των ΤΕΙ αναγνωρίζονται επαγγελματικά δικαιώματα, που καθορίζονται με προεδρικά διατάγματα, τα οποία εκδίδονται με πρόταση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού, μετά από γνώμη του Σ.Τ.Ε., το αργότερο έξι μήνες πριν από την αποφοίτηση των πρώτων σπουδαστών Τ.Ε.Ι. για τις υπάρχουσες ειδικότητες και προκειμένου για νέες ειδικότητες, ταυτόχρονα με τη δημιουργία τους ή με την ίδρυση αντίστοιχων τμημάτων».
Είναι σαφές ότι παρά τις περί του αντιθέτου διακηρύξεις της τότε πολιτικής Ηγεσίας του Υπουργείου Παιδείας και του Πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου, η πολιτεία απέφυγε να αντιμετωπίσει τους Μηχανικούς Τ.Ε. ως Μηχανικούς και προτίμησε τη λύση των Προεδρικών Διαταγμάτων χωρίς να αγγίξει τη Νομοθεσία που αφορά την άσκηση του Επαγγέλματος του Μηχανικού.
Παρά το ότι η επιλογή της λύσης των Προεδρικών Διαταγμάτων έθετε εξαρχής εν αμφιβόλο το επίπεδο των πτυχιούχων ΤΕΙ, τα Προεδρικά Διατάγματα με τα Επαγγελματικά Δικαιώματα των πτυχιούχων για το μεγαλύτερο μέρος των ειδικοτήτων της Σ.Τ.ΕΦ. δεν εκδόθηκαν ποτέ, με αποτέλεσμα 27 χρόνια μετά την λειτουργία των ΤΕΙ δεκάδες χιλιάδες πτυχιούχων να μην μπορέσουν να ασκήσουν το επάγγελμα το οποίο σπούδασαν.
Το 1994, ύστερα από ομόφωνη πρόταση του ΣΑΤΕ εκδόθηκε το προεδρικό διάταγμα 318/94, με το οποίο καθορίστηκαν τα επαγγελματικά δικαιώματα των πτυχιούχων των Τμημάτων Δομικών Έργων, Έργων Υποδομής & Τοπογραφίας. Το πδ 318/94 αποτέλεσε τον μεγαλύτερο σταθμό στην προσπάθεια των πτυχιούχων των ΤΕΙ να αποκτήσουν Επαγγελματικά Δικαιώματα. Το πδ 318/94, έδινε στους πτυχιούχους τη δυνατότητα να ασκήσουν αξιοπρεπώς το επάγγελμά τους. Η έκδοσή του όμως συνδυάστηκε από την πολύ έντονη αντίδραση ολόκληρης της κοινότητας των Πολυτεχνείων της χώρας και του Τεχνικού Επιμελητηρίου.
Μπροστά σε αυτή την αντίδραση η τότε πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΧΩΔΕ φάνηκε αδύναμη να υποστηρίξει τις επιλογές της. Είκοσι μόνο μέρες μετά την υπογραφή του διατάγματος ο τότε Υπουργός ΠΕΧΩΔΕ, κος Λαλιώτης προχώρησε σε μία εντολή η οποία αποτελεί «μνημόνιο» κατάχρησης εξουσίας και αντισυνταγματικότητας. Ο κος Λαλιώτης προσπάθησε να αναστείλει την εφαρμογή του διατάγματος στέλνοντας ένα απλό φαξ προς όλες τις Πολεοδομίες της χώρας με την εντολή: «..εντέλεσθε δια την μη εφαρμογή του συγκεκριμένου προεδρικού διατάγματος». Την ίδια ακριβώς στάση είχε επιλέξει και ο τότε Υπουργός Παιδείας κος Παπανδρέου, ο οποίος από τη μία ζητούσε στο Σ.τ.Ε. την ακύρωση του διατάγματος και από την άλλη προσπαθούσε να καθησυχάσει τους πτυχιούχους των ΤΕΙ. Στην αλληλογραφία του προς την ΕΕΤΕΜ (Ένωση Μηχανικών Τεχνολογικής Εκπαίδευσης) στις 25 Νοεμβρίου 1994, έλεγε: «..ξεκινάμε διάλογο για τα επαγγελματικά δικαιώματα. Ο διάλογος ξεκινά άμεσα και θα έχει ολοκληρωθεί σε διάστημα δύο μηνών..». Δεκαέξι χρόνια μετά ο κος Παπανδρέου είναι πλέον Πρωθυπουργός και ο διάλογος για τα Επαγγελματικά Δικαιώματα των Μηχανικών Τ.Ε. συνεχίζεται ...μέσα από τις ηλεκτρονικές σελίδες της δημόσιας διαβούλευσης του Υπουργείου Παιδείας.
Το Τεχνικό Επιμελητήριο προσέφυγε στο Συμβούλιο της Επικρατείας προσβάλλοντας το προεδρικό διάταγμα 318. Για 10 χρόνια το διάταγμα εφαρμόστηκε κανονικά μέχρι … οπότε η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας ύστερα από πολλές αναβολές, στη συνεδρίαση… αποφάσισε –κατά πλειοψηφία- την ακύρωση της 2ης παραγράφου του διατάγματος (απόφαση 2005). Σήμερα, πέντε χρόνια μετά επικρατεί ένα απίστευτα νεφελώδες τοπίο καθώς άλλες πολεοδομίες εξακολουθούν να δέχονται την εφαρμογή του π.δ.318, άλλες δέχονται μόνο την εφαρμογή των βασιλικών διαταγμάτων (1970) για τους Πολιτικούς Υπομηχανικούς και άλλες αρνούνται εντελώς να δεχθούν την υπογραφή των μηχανικών Τ.Ε.
Επίσης, για τις ειδικότητες των Μηχανολόγων και των Ηλεκτρολόγων δεν εκδόθηκαν ποτέ Επαγγελματικά Δικαιώματα, έτσι οι απόφοιτοί τους χρησιμοποιούν (καταχρηστικά) τα επαγγελματικά δικαιώματα που περιγράφονται με τα Βασιλικά Διατάγματα των αρχών του 1970. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι Μηχανολόγοι και οι Ηλεκτρολόγοι Μηχανικοί Τ.Ε. παίρνουν Άδεια Ασκήσεως Επαγγέλματος Υπομηχανικού από τη διεύθυνση Βιομηχανίας των Νομαρχιών.. Ακόμη, για μεγάλο αριθμό Τμημάτων δεν υπάρχουν καθόλου Επαγγελματικά Δικαιώματα.
Στα ΤΕΙ βέβαια εκτός από τη Σχολή των Τεχνολογικών Εφαρμογών (ΣΤΕΦ), όπου εστιάζεται ολόκληρο το πρόβλημα της σύγκρουσης, λειτουργούν και οι Σχολές: Διοίκησης και Οικονομίας (ΣΔΟ), Τεχνολόγων Γεωπονίας (ΣΤΕΓ), Γραφικών Τεχνών και Καλλιτεχνικών Σπουδών (ΣΓΤΚΣ), Επαγγελμάτων Υγείας και Πρόνοιας (ΣΕΥΠ), Τεχνολογίας Τροφίμων και Διατροφής (ΣΤΕΤΡΟΔ).
Το σύνολο των Τμημάτων των σχολών αυτών έχει σήμερα κατοχυρωμένα Επαγγελματικά Δικαιώματα.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των πτυχιούχων των Τμημάτων Νοσηλευτικής για τους οποίους το 2004 θεσμοθετήθηκε ΝΠΔΔ, στο οποίο συμμετέχουν τόσο οι πτυχιούχοι των Τμημάτων Νοσηλευτικής των ΤΕΙ, όσο και οι πτυχιούχοι των Τμημάτων Νοσηλευτικής των Πανεπιστημίων με δεδομένο άλλωστε ότι και οι δύο προέρχονται από ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα τετραετούς φοίτησης.
Ενιαίο Τεχνικό Επιμελητήριο;
Το ΤΕΕ δεν αναγνώρισε ποτέ τον τίτλο του Μηχανικού στους πτυχιούχους των ΤΕΙ, αντίθετα τους ονόμαζε πάντα «Τεχνολόγους». Το ΤΕΕ υποστηρίζει ότι ως χώρα και ως παραγωγική διαδικασία χρειαζόμαστε σχολές εργοδηγών και εκπαιδευτικά ιδρύματα αντίστοιχα των ΚΑΤΕ ή ΤΕΙ ανώτερης εκπαίδευσης τα οποία παράγουν μεσαία στελέχη εφαρμογής και όχι μηχανικούς, Το Τεχνικό Επιμελητήριο επιμένει να αρνείται την νέα πραγματικότητα που διαμορφώθηκε με την ίδρυση των ΤΕΙ μετά το 1983 και πολύ περισσότερο μετά τους Ν.2916/01 και Ν.3549/07.
Το ΤΕΕ υποστηρίζει ότι οι τετραετείς σπουδές στα Ανώτατα Τεχνολογικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα δεν εγγυώνται το επίπεδο της εκπαίδευσης των πτυχιούχων τους, ενώ αντίθετα οι σπουδές σε Ιδρύματα τριετούς διάρκειας φοίτησης ή σε Ιδρύματα με εξειδικεύσεις από τις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης μπορούν να αποτελούν εγγύηση για την άσκηση του επαγγέλματος του Μηχανικού.
Άκρως ενδεικτική του κλίματος ανταγωνισμού που υπάρχει μεταξύ των διπλωματούχων και των πτυχιούχων μηχανικών είναι η έρευνα που δημοσιεύεται στο Ενημερωτικό Δελτίο του ΤΕΕ 2435 (16/4/07), όπου στο ερώτημα «με ποια ομάδα θεωρείτε ότι υφίσταται κυρίως επαγγελματικός ανταγωνισμός», το 40% των ερωτηθέντων απαντά: οι πτυχιούχοι ΤΕΙ.
Βέβαια είναι γνωστό ότι από την πρώτη στιγμή της ίδρυσής του το ΤΕΕ χαρακτηρίζεται από την πολύ δυνατή σχέση αλληλεγγύης μεταξύ των μελών του.
Με την επιλογή του όμως να λειτουργεί μόνο ως συνδικαλιστικός εκπρόσωπος των διπλωματούχων μηχανικών το Τεχνικό Επιμελητήριο απομακρύνεται από το θεσμικό του ρόλο ως σύμβουλος της Πολιτείας.
Είναι σαφές ότι η παντελής ανυπαρξία σύγχρονου θεσμικού πλαισίου καθορισμού των επαγγελματικών δικαιωμάτων, όλων των ειδικοτήτων οριζόντια, δημιουργεί μία εκρηκτική κατάσταση που ισοπεδώνει τη γνώση και οδηγεί σε συντεχνιακές συγκρούσεις.
Το μείζον δεν είναι απλά η έκδοση κάποιων Προεδρικών Διαταγμάτων. Σήμερα καθίσταται αναγκαίο να προχωρήσει ο επανακαθορισμός με σύγχρονες και διαφανείς διαδικασίες, όλων των επαγγελματικών δικαιωμάτων, όλων των ειδικοτήτων των μηχανικών, με βάση φυσικά το γνωστικό τους αντικείμενο (επίπεδο και περιεχόμενο σπουδών) αλλά και με βάση τα χρόνια της επαγγελματικής εμπειρίας.
Το μεγάλο ζητούμενο είναι ποιος θα ξεκινήσει αυτή τη διαδικασία. Προφανώς σε πρώτη φάση πρέπει να είναι το Υπουργείο Παιδείας (πρέπει να συνεχιστεί η δουλειά που έγινε εκεί μετά το 2004), αλλά σίγουρα πρέπει να τολμήσει και το ΤΕΕ καθώς η νομοθεσία του 1930 μπορεί από τη μία να προστατεύει τα στενά συντεχνιακά συμφέροντα μιας μεγάλης μερίδας των μελών του, όμως δημιουργεί στο εσωτερικό του απίστευτες αγκυλώσεις και εξόφθαλμες αδικίες.
Σε όλο τον κόσμο υπάρχουν αυστηροί κανόνες που διέπουν την άσκηση του Επαγγέλματος του Μηχανικού, από την πιστή τήρηση των κανόνων αυτών διασφαλίζεται η ασφάλεια του πολίτη. Η νέα Κοινοτική Οδηγία (36/2005) δημιουργεί νέα δεδομένα.
Μονόδρομος είναι η σύσταση ενός Ενιαίου Φορέα Χορήγησης της Άδειας Ασκήσεως Επαγγέλματος και Πιστοποίησης της Επαγγελματικής Εμπειρίας, όπου το δικαίωμα πρόσβασης σε μελέτες ή επιβλέψεις δημοσίων αλλά και ιδιωτικών έργων Β΄, Γ΄ τάξης κ.τ.λ. μέχρι την κορυφή, θα δίνεται εξελικτικά μετά από τριετίες ή πενταετίες (ανάλογα με τα έτη σπουδών) και αφού πιστοποιείται η επαγγελματική εμπειρία.